- προστατεία
- προ-στατεία, ἡ, Amt od. Würde des προστάτης, übh. Aufsicht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προστατεία — προστατείᾱ , προστατεία fem nom/voc/acc dual προστατείᾱ , προστατεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστατείᾳ — προστατείᾱͅ , προστατεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστατεία — ἡ, Α [προστατεύω] αρχηγία, εξουσία («ὧν ἡγοῡντο ἐπετησίῳ προστατείᾳ ἐκ τοῡ ἀρχικοῡ γένους Φώτιος καὶ Νικάνωρ», Θουκ.) … Dictionary of Greek
προστατείας — προστατείᾱς , προστατεία fem acc pl προστατείᾱς , προστατεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστατείαις — προστατεία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)